πυρένδροσος

πυρένδροσος
-ον, Μ
αυτός που δροσίζεται από φωτιά σταλμένη από τον ουρανό («τὴν πυρένδροσον βάτον», Λεόντ. Νεαπ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < πῦρ + ἔνδροσος «ο γεμάτος δροσιά»].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужно сделать НИР?

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”